αμφιλάφεια

αμφιλάφεια
ἀμφιλάφεια και -ία, η (Α) [ἀμφιλαφής]
αφθονία, δαψίλεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αμφιλαφής — ἀμφιλαφής, ές (Α) 1. (για μεγάλα δέντρα) αυτός που εκτείνεται σε μεγάλη έκταση, που τα κλαδιά του απλώνονται σε κάθε κατεύθυνση 2. δασύς, πυκνός, κατάφυτος 3. άφθονος, υπερβολικός, δυνατός 4. υπερμεγέθης, πελώριος 5. (σπάν. για πρόσωπα) μεγάλος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”